- διαστημόμετρο
- το1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση τής απόστασης τού στόχου3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή χάραξη γραμμών4. (τυπογρ.) σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση τού πλάτους τών σελίδων βιβλίου.
Dictionary of Greek. 2013.